ΣΕΡΒΙΑ

ΣΕΡΒΙΑ, 

Κατά την Εποχή του Σιδήρου ΘράκεςΔάκες και Ιλλυριοί αντιμετωπίστηκαν από τους Αρχαίους  Έλληνες κατά την επέκτασή τους στα νότια της σημερινής Σερβίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., με βορειοδυτικότερο σημείο της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι η πόλη του Καλέ-Kρσέβιτσα. Μετά την ελληνική εισβολή ακολούθησε λίγο αργότερα η Κελτική φυλή των Σκορδίσκων, που εγκαταστάθηκαν σε όλη την περιοχή τον 3ο αιώνα π.Χ. Οι Σκορδίσκοι σχημάτισαν το δικό τους φυλετικό κράτος σε αυτή την περοχή και έχτισαν πολλές οχυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας του κράτους τους στο Σίγκιντουν (σημερινό Βελιγράδι) και της Ναϊσσού (σημερινή Νις).
Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν μεγάλο μέρος της χώρας το 2ο αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. ιδρύθηκε η Ρωμαϊκή επαρχία του Ιλλυρικού, το υπόλοιπο κατακτήθηκε περίπου το 75 π.Χ., σχηματίζοντας τη ρωμαϊκή επαρχία της Ανω Μοισίας,
Ετσι η σύγχρονη Σερβία εκτείνεται πλήρως ή εν μέρει σε αρκετές πρώην ρωμαϊκές επαρχίες, όπως η Μοισία, η Παννονία, η Πραιβαλιτάνα, η Δαλματία, η Δακία και η Μακεδονία.
Οι κύριες πόλεις της Άνω Μοισίας  ήταν: το Σιγκίντουνουμ (Βελιγράδι), η Ναϊσσός (Νις) και το Σίρμιουμ (σημερινή Σρέμσκα Μιτρόβιτσα), η τελευταία εκ των οποίων υπηρέτησε ως μια από τις τέσσερις ρωμαϊκές πρωτεύουσες κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας. Δεκαεπτά Ρωμαίοι αυτοκράτορες γεννήθηκαν στην περιοχή της σημερινής Σερβίας, δεύτερης ως προς αυτό μόνο μετά τη σημερινή Ιταλία. Ο πιο διάσημος από αυτούς ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος Χριστιανός αυτοκράτορας, που εξέδωσε ένα διάταγμα που επέβαλλε την ανεξιθρησκεία σε όλη την Αυτοκρατορία.
Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διχοτομήθηκε το 395 το μεγαλύτερο μέρος της Σερβίας παρέμεινε υπό την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ δυτικά τμήματά της συμπεριλήφθηκαν στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι Σέρβοι στο Βυζαντινό κόσμο ζούσαν στις λεγόμενες Σκλαβηνίες, εδάφη αρχικά εκτός Βυζαντινού έλεγχου και ανεξάρτητα. Η δυναστεία Βλαστιμίροβιτς ίδρυσε το Πριγκιπάτο της Σερβίας τον 8ο αιώνα. Το 822 οι Σέρβοι «κατοικούσαν το μεγαλύτερο μέρος της Δαλματίας» και ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους περί το 870. Στα μέσα του 10ου αιώνα το κράτος είχε αναδειχθεί σε μια φυλετική συνομοσπονδία που απλωνόταν στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας.
Το κράτος διαλύθηκε μετά το θάνατο του τελευταίου γνωστού ηγεμόνα των Βλαστιμίροβιτς, οι Βυζαντινοί προσάρτησαν την περιοχή και την κράτησαν για έναν αιώνα μέχρι το 1040, όταν οι Σέρβοι υπό την ηγεσία της μέλλουσας δυναστείας Βοϊσλάβλιεβιτς επαναστάτησαν στη Διοκλεία, μια παραθαλάσσια περιοχή. Το 1091, η δυναστεία Βουκάνοβιτς ίδρυσε το Μεγάλο Σερβικό Πριγκιπάτο, με έδρα τη Ράσκα. Τα δύο μισά επανενώθηκαν το 1142.
Το 1166 ο Στέφανος Νεμάνια ανέλαβε το θρόνο, σηματοδοτώντας την αρχή μιας ακμάζουσας  Σερβίας, πλέον υπό την κυριαρχία της δυναστείας Νεμάνια. Ο γιος του Νεμάνια Ράστκο (μεταγενέστερα Αγιος Σάββας), κέρδισε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Σερβίας το 1217 και συνέγραψε το αρχαιότερο γνωστό σύνταγμα, και την ίδια στιγμή ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος ίδρυσε το Βασίλειο της Σερβίας. Η μεσαιωνική Σερβία έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Στέφανου Δουσάν, που εκμεταλλεύτηκε το Βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο και διπλασίασε το μέγεθος του κράτους από την κατάκτηση εδαφών στα νότια και ανατολικά εις βάρος του Βυζαντίου, φτάνοντας ως την  Πελοπόννησο, στεφόμενος επίσης καθ' οδόν αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ελλήνων. Η Σερβική Αυτοκρατορία διήρκεσε μέχρι το 1371.
Η Μάχη του Κοσσυφοπεδίου κατά της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1389 σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής και θεωρείται ως αρχή της πτώσης της Σερβικής Αυτοκρατορίας. Οι αρχοντικές οικογένειες Λαζάρεβιτς και Μπράνκοβιτς κυβέρνησαν το Δεσποτάτο της Σερβίας στη συνέχεια (το 15ο και 16ο αιώνα). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 και την Πολιορκία του Βελιγραδίου (1456), το Δεσποτάτο της Σερβίας έπεσε το 1459 μετά την πολιορκία της προσωρινής πρωτεύουσάς της Σμεντέρεβο. Το 1455 η Κεντρική Σερβία είχε πλήρως κατακτηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την απώθηση οθωμανικών επιθέσεων για πάνω από 70 χρόνια το Βελιγράδι έπεσε τελικά το 1521, ανοίγοντας το δρόμο για την οθωμανική επέκταση στην Κεντρική Ευρώπη. Μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας από το Βασίλειο της Ουγγαρίας και την Οθωμανική Αυτοκρατορία η Σερβία ανέκτησε εν μέρει και για λίγο (1526-1527) κυριαρχία υπό το Γιόβαν Νέναντ το 16ο αιώνα.
Σε όλα τα Σερβικά εδάφη νότια των ποταμών Δούναβη και Σάβου η αριστοκρατία εξαλείφθηκε και οι αγρότες έγιναν δουλοπάροικοι σε Οθωμανούς αφέντες, ενώ μεγάλο μέρος του κλήρου έφυγε ή περιορίστηκε στα απομονωμένα μοναστήρια. Σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα οι Σέρβοι, ως Χριστιανοί, θεωρήθηκαν κατώτερη τάξη ανθρώπων και υποβλήθηκαν σε βαριά φορολογία και ένα μικρό μέρος του σερβικού πληθυσμού βιώσει τον εξισλαμισμό. Οταν οι Μεγάλες Σερβικές Μεταναστεύσεις ερήμωσαν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Σερβίας, οι Σέρβοι ζήτησαν καταφύγιο απέναντι από τον ποταμό Δούναβη στη Βοϊβοντίνα στα βόρεια και στις Μεθοριακές Επαρχίες (Κροατία-Σλαβονία των Αψβούργων) στα δυτικά,
Μεταξύ 1718-1739 η Μοναρχία των Αψβούργων κατείχε την Κεντρική Σερβία και ίδρυσε το Βασίλειο της Σερβίας. Εκτός από την Βοϊβοντίνα και το Βόρειο Βελιγράδι, που είχαν απορροφηθεί από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, η Κεντρική Σερβία κατελήφθη από τους  Αψβούργους και πάλι μεταξύ 1686-1691 και 1788-1792.
Η επανάσταση της Σερβίας για την ανεξαρτησία της από την οθωμανική αυτοκρατορία διήρκεσε έντεκα χρόνια, από το 1804 έως το 1815. Η επανάσταση περιλαμβάνει δύο ξεχωριστές εξεγέρσεις, που κέρδισαν την αυτονομία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τελικά κατέληξαν στην πλήρη ανεξαρτησία (1835-1867). Κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης, με επικεφαλής το Δούκα Καραγιώργη Πέτροβιτς, η Σερβία ήταν ανεξάρτητη για σχεδόν μια δεκαετία πριν ο οθωμανικός στρατός μπορέσει να ανακαταλάβει τη χώρα. Λίγο αργότερα ξεκίνησε η Δεύτερη Σερβική Εξέγερση. Με επικεφαλής το Μίλος Ομπρένοβιτς, τελείωσε το 1815 με έναν συμβιβασμό μεταξύ των Σέρβων επαναστατών και των Οθωμανικών αρχών.
Μετά τις συγκρούσεις μεταξύ του Οθωμανικού στρατού και των Σέρβων στο Βελιγράδι το 1862 και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων το 1867 οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν το Πριγκιπάτο, καθιστώντας τη χώρα  ανεξάρτητη.  Το 1876 η Σερβία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανακηρύσσοντας την ένωσή της με τη Βοσνία.
Η επίσημη ανεξαρτησία της χώρας αναγνωρίστηκε διεθνώς στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, που τερμάτισε επίσημα το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Η συνθήκη αυτή, όμως, απαγόρευε στη Σερβία τη συνένωσή της με τη Βοσνία, με τη θέση της τελευταίας υπό Αυστροουγγρική κατοχή, Από 1815 ως το 1903 το Πριγκιπάτο της Σερβίας κυβερνήθηκε από τον Οίκο των Ομπρένοβιτς, με εξαίρεση τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς μεταξύ 1842 και 1858. Το 1882 η Σερβία έγινε Βασίλειο, υπό το Βασιλιά Μίλαν Α΄. Ο Οίκος των Καραγεώργεβιτς, απόγονος του επαναστάτη ηγέτη Καραγιώργη Πέτροβιτς, ανέλαβε την εξουσία το 1903 μετά το Πραξικόπημα του Μαίου. Στο βορρά η επανάσταση του 1848 στην Αυστρία οδήγησε στην ίδρυση της αυτόνομης περιοχής της Σερβικής Βοϊβοντίνα.
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πολέμο ο Βαλκανικός Συνασπισμός νίκησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατέλαβε τα ευρωπαϊκά εδάφη της, γεγονός που επέτρεψε την εδαφική επέκταση στη Ράσκα και το Κοσσυφοπέδιο. Γρήγορα ακολούθησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, όταν η Βουλγαρία στράφηκε κατά των πρώην συμμάχων της αλλά ηττήθηκε, με αποτέλεσμα τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Σε δύο χρόνια η Σερβία αύξησε την έκτασή της κατά 80% και τον πληθυσμό της κατά 50%, υπέστη όμως επίσης μεγάλες απώλειες τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με περίπου 20.000 νεκρούς. Η Αυστροουγγαρία ανησύχησε για την αυξανόμενη περιφερειακή δύναμη στα σύνορά της και το ενδεχόμενο να γίνει ο πόλος για την ενοποίηση όλων των Νότιων Σλάβων και οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εντάθηκαν. Η δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σαράγεβο από το Γκαβρίλο Πρίντσιπ, μέλος της οργάνωσης «Νεαρά Βοσνία», έκανε την Αυστροουγγαρία να κηρύξει τον πόλεμο στη Σερβία. Προς υπεράσπιση της συμμάχου της Σερβίας η Ρωσία κινητοποίησε τα στρατεύματά της, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας Γερμανία να κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία. 
Στις 26 Νοεμβρίου του 1918 η Συνέλευση της Ποντγκόριτσα εκθρόνισε τον οίκο Πέτροβιτς-Nιέγκος και ένωσε το Μαυροβούνιο με τη Σερβία. Την 1η Δεκεμβρίου του 1918, στην Οικία Κρσμάνοβιτς της Τεράζιγιε (κεντρική πλατεία του Βελιγραδίου), ο Αντιβασιλέας της Σερβίας Αλέξανδρος ανακήρυξε το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με βασιλιά τον Πέτρο Α΄ της Σερβίας. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος άλλαξε το όνομα της  χώρας στη Γιουγκοσλαβία και την εσωτερική διάρθρωση από 33 «όμπλαστ» σε 9 νέες μπανόβινες. Αποτέλεσμα της δικτατορίας του Αλεξάνδρου ήταν η περαιτέρω αποξενώση την μη Σέρβων από την ιδέα της ενότητας. Τον Αύγουστο του 1939 η Συμφωνία Τσβέτκοβιτς-Μάτσεκ δημιούργησε ένα αυτόνομο Βανάτο της Κροατίας ως λύση για τις κροατικές ανησυχίες.
Το 1941, παρά τις προσπάθειες της Γιουγκοσλαβικής να παραμείνει ουδέτερη στον πόλεμο, οι δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία. Το έδαφος της σύγχρονης Σερβίας διαμοιράσθηκε μεταξύ της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας, του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας και της Ιταλίας. Τα κατεχόμενα εδάφη υπήρξαν το θέατρο ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ των βασιλικών Τσέτνικ υπό τη διοίκηση του Ντράζα Μιχαΐλοβιτς και κομμουνιστών ανταρτών υπό τη διοίκηση του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο.
Η Δημοκρατία του Ούζιτσε ήταν μια βραχύβια απελευθερωμένη περιοχή, που ιδρύθηκε από τους Παρτιζάνους και το πρώτη απελευθερωμένη έδαφος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, οργανωμένο ως στρατιωτικό κρατίδιο που υπήρξε το φθινόπωρο του 1941 στα δυτικά της κατεχόμενης Σερβίας. Στα τέλη του 1944 η Επίθεση κατά του Βελιγραδίου έκρινε τον εμφύλιο πόλεμο υπέρ των παρτιζάνων, που στη συνέχεια απέκτησαν τον έλεγχο της Γιουγκοσλαβίας.  Η νίκη των Κομμουνιστών Παρτιζάνων είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της μοναρχίας και στη συνέχεια ένα συνταγματικό δημοψήφισμα. Σύντομα ιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία ένα μονοκομματικό κράτος από την Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας.
Το 1989 ανήλθε στην εξουσία στη Σερβία ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Μιλόσεβιτς είχε υποσχεθεί μείωση των εξουσιών των αυτόνομων επαρχιών του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνα, όπου στη συνέχεια οι σύμμαχοί του ανέλαβαν την εξουσία, κατά την «αντιγραφειοκρατική επανάσταση». Αυτό πυροδότησε εντάσεις με την κομμουνιστική ηγεσία των άλλων δημοκρατιών και ξύπνησε τον εθνικισμό σε όλη τη χώρα, που τελικά οδήγησαν στη Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και την πΓΔΜ να ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο παρέμειναν μαζί ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Τροφοδοτούμενοι από εθνοτικές εντάσεις ξέσπασαν οι Πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας, με τις πιο σοβαρές συγκρούσεις να λαμβάνουν χώρα στην Κροατία και στη Βοσνία, όπου οι Σερβικοί πληθυσμοί αντιτάχθηκαν στην ανεξαρτησία από τη Γιουγκοσλαβία. Η ΟΔΓ παρέμεινε έξω από τις συγκρούσεις, αλλά παρείχε υλικοτεχνική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη προς τις σερβικές δυνάμεις στην Κροατία και στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη.
Μεταξύ 1998 και 1999 η ειρήνη διεράγη και πάλι, όταν η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο επιδεινώθηκε με συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ των Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων ασφαλείας και του Αλβανικού αντάρτικου Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου. Οι αντιπαραθέσεις οδήγησαν σε σύντομο Πόλεμο του Κοσόβου, που κατέληξε στην αποχώρηση των σερβικών δυνάμεων από εκεί και την εγκατάσταση της διοίκησης του ΟΗΕ.
2006 το Μαυροβούνιο πραγματοποίησε δημοψήφισμα για να αποφασιστεί αν θα τερματίσει την ένωσή του με τη Σερβία. Το αποτέλεσμα ήταν 55,4% υπέρ της ανεξαρτησίας, που μόλις πάνω από το 55% που απαιτείτο. Στις 5 Ιουνίου 2006 η Εθνοσυνέλευση της Σερβίας κήρυξε τη Σερβία νόμιμο διάδοχο της πρώην κρατικής ένωσης. Η επαρχία του Κοσσυφοπεδίου ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της από τη Σερβία στις 17 Φεβρουαρίου 2008. Η Σερβία καταδίκασε αμέσως την ανακήρυξη και εξακολουθεί να αρνείται οποιαδήποτε κρατική υπόσταση στο Κοσσυφοπέδιο. 

Σχόλια