ΟΥΓΓΑΡΙΑ
ΟΥΓΓΑΡΙΑ,
Κατοικημένη
από Ιλλυριούς και
στη συνέχεια από Κέλτες,
η σημερινή Ουγγαρία περιήλθε υπό την εξουσία της Ρώμης ως επαρχία της Παννονίας.
Με την πτώση της Αυτοκρατορίας στην περιοχή εισέβαλαν Γότθοι, Ούννοι, Λογγοβάρδοι και
τέλος οι Άβαροι,
των οποίων η κυριαρχία διήρκεσε μέχρι την εποχή του Καρλομάγνου.
Η χώρα πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία ως ανεξάρτητο Βασίλειο το 1001.
Οι Μαγυάροι,
ένας νομαδικός σλαβικός πολεμοχαρής λαός που ο θρύλος λέει ότι ξεκίνησε από τις
πηγές του Βόλγα και έφτασε στην περιοχή της σημερινής Ουγγαρίας τον 9ο αιώνα μ.
Χ. Αρχηγός των Μαγυάρων κατά την μετακίνηση αυτή ήταν ο Αρπάντ, ενώ οι Μαγιάροι
από την στιγμή που έφτασαν στην περιοχή της σημερινής Ουγγαρίας εξαπέλυσαν μια
σειρά από αιματηρές επιδρομές προς την Δύση και το Βυζάντιο. Όλα άλλαξαν μετά
την συντριβή των Μαγυάρων στο Λεχβελντ το 955 μ. Χ. από τον Γερμανό Βασιλιά
Όθωνα τον Ά. Σε εκείνη την συγκυρία, ο αρχηγός των Μαγιάρων Βαηκ αποφάσισε να
συγκρότηση ένα αυτόνομο κράτος στα Δυτικά πρότυπα. Άλλαξε το ονομα του σε
Στέφανος, βαπτίστηκε Χριστιανός, επέτρεψε την διάδοση του Χριστιανισμού στην
περιοχή που ήλεγχε και τελικώς στέφθηκε πρώτος Βασιλιάς των Ούγγρων την 1η
Ιανουαρίου 1001.
Κατά γενική ομολογία όμως οι επτά νομαδικές φυλές των Τουρανικών και Ουραλικών
λαών(Μαγυάροι) ήρθαν στη κεντρική Ευρώπη από
την Κεντρική
Ασία και ενώθηκαν υπό τον Άρπαντ γύρω
στο 895. Οι νομάδες
Μαγυάροι έκαναν επιδρομές που έφτασαν έως και την Ιβηρική χερσόνησο, μέχρι που ο βασιλιάς Στέφανος Α' (997-1038) επέβαλε το Χριστιανισμό και
καθιέρωσε τη μόνιμη εγκατάστασή τους στις σημερινές περίπου περιοχές που
κατοικούν.
Το βασίλειο των Μαγυάρων, αν και δέχτηκε αρκετές εισβολές,
με σημαντικότερη αυτή των Τατάρων στις
αρχές του 13ου
αιώνα, κατάφερε να αναδειχτεί σε σημαντική ευρωπαϊκή δύναμη. Η
Ουγγαρία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθιση τον 12ο αιώνα μ. Χ. καθώς έγινε
κέντρο εμπορίου και ενδιάμεσος σταθμός όσων ταξίδευαν στους Αγίους Τόπους είτε
ως προσκυνητές είτε ως πολεμιστές. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή της Ουγγαρίας
έγινε το 1240 από την
επιδρομή των Μογγόλων και
της Χρυσής
Ορδής. Μετά την αιφνιδιαστική αποχώρηση των Μογγόλων, ο
βασιλιάς Μπέλα Δ΄ της Ουγγαρίας αναγκάστηκε να χτίσει τη χώρα του
σχεδόν από την αρχή.
Σύντομα το στέμμα της Ουγγαρίας πέρασε διαδοχικά στον Ροβέρτο του Ανζού(1308-1342), στον Λουδοβίκο τον Α΄ (1342-1382), για να
καταλήξει ένα απλό πετράδι στο λαμπερό στέμμα του Σιγισμούνδου του Λουξεμβούργου (1387-1437),
που ήταν στην εποχή του, ο ισχυρότερος Βασιλιάς της Ευρώπης (Βασιλιάς της
Γερμανίας και τιτουλάριος της Βοημίας).
Ήδη είχε αναφανεί ο
τουρκικός κίνδυνος και ο Σιγισμούνδος οργάνωσε μια σταυροφορία εναντίον τους.
Ηττήθηκε όμως στη Νικόπολη (πόλη που ανήκει σήμερα στη Βουλγαρία) και έτσι η
Ουγγαρία βρισκόταν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο από τους Οθωμανούς.
Ο διάδοχος του Αλβέρτος εμπιστεύθηκε την άμυνα της Ουγγαρίας στον Ιωάννη
Ουνιάδη, έναν πλούσιο γαιοκτήμονα της Τρανσυλβανίας (τμήμα
τότε της Ουγγαρίας). Αυτός σε ένα βάθος 20 ετών κατάφερε να αναχαιτίσει
προσωρινά την οθωμανική λαίλαπα χάνοντας αρχικά τη μάχη της Βάρνας (1444),
αλλά συντρίβοντας τελικά τους Οθωμανούς στο Βελιγράδι (1456),
σώζοντας έτσι την Ευρώπη για 70 χρόνια.
Το 1458, για πρώτη φορά στην Ιστορία της χώρας, θα εκλέξει
για βασιλιά της όχι κάποιο γαλαζοαίματο, αλλά τον Ματθία
Κορβίνο (1458-1490), νεότερο γιο του Ουνιάδη και τον
σημαντικότερο βασιλιά της εποχής πριν την οθωμανική κατάκτηση. Ο Ματθίας
κατάφερε να αναχαιτίσει περαιτέρω τους Οθωμανούς, έκανε μια σειρά από μεγάλα
οχυρωματικά έργα στη Βούδα, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την Αναγέννηση,
τις Τέχνες και τον Ανθρωπισμό και δημιούργησε τον λαϊκό ουγγρικό πολιτισμό όπως
τον γνωρίζουμε σήμερα.
Μετά τον θάνατο του Ματθία, ένας ξεσηκωμός των χωρικών κατά
της καταπίεσης των ευγενών, άνοιξε τον δρόμο στην οθωμανική κατάκτηση και
τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Οι Ούγγροι είχαν
φθάσει στο σημείο να κατέχουν μεγάλα τμήματα των γειτόνων τους, όπως την Κροατία και
μέρος της νότιας Ιταλίας,
ενώ είχαν άλλοτε ανταγωνιστικές και άλλοτε συμμαχικές σχέσεις με όλα τα ισχυρά
βασίλεια της Ευρώπης,
όπως η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Όλα αυτά όμως, έφθασαν στο τέλος τους
το 1526 με
τη μάχη
του Μοχάτς. Εκεί, ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β΄ και το μεγαλύτερο μέρος της
αριστοκρατίας σκοτώθηκαν στη μάχη αυτή και η πρωτεύουσα Βούδα καταλήφθηκε. Η
χώρα τότε διαιρέθηκε σε τρία κομμάτια. Το δυτικό τμήμα κατέλαβαν οι Αυστριακοί,
το κεντρικό τμήμα με τη Βουδαπέστη οι Οθωμανοί και το υπόλοιπο αποτέλεσε ένα φόρου υποτελές
στην Οθωμανική αυτοκρατορία ουγγρικό βασίλειο.
Περίπου 160 χρόνια αργότερα, οι Ούγγροι έδιωξαν τους Οθωμανούς με
τη βοήθεια των Αυστριακών,
που όμως προσάρτησαν αρχικά την περιοχή στη χώρα τους, σχηματίζοντας αργότερα
την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία.
Ο βασιλικός οίκος των Αψβούργων έδειξε ενδιαφέρον για την
τύχη της Ουγγαρίας και μετά από 30 πολιορκίες, ο Ευγένιος της Σαβοΐας κατάφερε
να απελευθερώσει την ισοπεδωμένη Βούδα. Η συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699
απάλλαξε την Ουγγαρία από το Οθωμανικό σκότος για πάντα. Οι Αψβούργοι την
αντιμετώπιζαν ως μεθοριακή ζώνη της αυτοκρατορίας τους και κατέπνιγαν βίαια
όλες τις προσπάθειες ανεξαρτητοποίησης. Τον 18ο αιώνα, όταν κόπασε η αναστάτωση
που έφεραν οι πόλεμοι με τους Τούρκους και τα επαναστατικά κινήματα,
ακολούθησαν δεκαετίες σχετικά ήρεμης ανάπτυξης. Μετά τις μεγάλες καταστροφές η
χώρα ανοικοδομήθηκε και πάλι: ανεγέρθηκαν μέγαρα, καθεδρικοί ναοί, βιβλιοθήκες
και σχολεία, αναγεννήθηκαν τα γράμματα, τα οποία έπαιρναν ώθηση από το κίνημα
για την ανανέωση της ουγγρικής γλώσσας.
Ακολούθησαν αρκετές
εξεγέρσεις των Ούγγρων εναντίον των Αυστριακών.
Σημαντικότερες είναι οι επαναστάσεις του 1703-1711 , που ηττήθηκε μόνο μετά τη
συνδρομή των Ρώσων στους
Αυστριακούς. Το 1867 η
δυναστεία των Αψβούργων ήρθε
σε συμφωνία με τους ανυπότακτους Ούγγρους, καθιερώνοντας την Αυστροουγγρική
αυτοκρατορία, μια διπλή μοναρχία με θεωρητικά ίσα δικαιώματα μεταξύ
Αυστριακών και Ούγγρων. Η αυτοκρατορία όμως είχε υπό τον έλεγχό της και άλλες
περιοχές που κατοικούνταν από άλλες σημαντικές εθνότητες.
Με τη δολοφονία του διαδόχου του αυτοκρατορικού θρόνου
στο Σαράγεβο από
Σέρβους εθνικιστές, δόθηκε η αφορμή για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με το τέλος του πολέμου η ηττημένη
αυτοκρατορία διασπάστηκε στα κράτη - έθνη: Αυστρία, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία και
Ουγγαρία. Με τη συνθήκη του Τριανόν (1920) η Ουγγαρία έχασε ένα σημαντικό τμήμα
των εδαφών που θεωρούσε ιστορικά δικά της. Σε κάποια από αυτά τα εδάφη, όπως
στη Ρουμανία,
διέμενε και ένας σημαντικός πληθυσμός Ούγγρων.
Αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση η Ουγγαρία δέχθηκε την εισβολή
των Ρουμάνων,
που κατέλαβαν μέχρι και τη Βουδαπέστη.
Το 1919 οι κομμουνιστές εξεγέρθηκαν
και εγκαθίδρυσαν την Ουγγρική Δημοκρατία των Σοβιέτ.
Υπό την ηγεσία του ναυάρχου Μικλός
Χόρτι, που για ένα διάστημα μετέφερε τη πρωτεύουσα στο Σέγκεντ,
οι εισβολείς αποκρούστηκαν και το κράτος των Σοβιέτ διαλύθηκε. Ακολούθησε ένα
κύμα «λευκού τρόμου» και η εγκαθίδρυση ενός ιδιότυπου καθεστώτος: η Ουγγαρία
παρέμενε μοναρχία, αλλά χωρίς βασιλιά, με τον Χόρτυ, τον «ναύαρχο χωρίς στόλο»,
να ασκεί τις εξουσίες του αντιβασιλέα.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Ουγγαρία σημείωσε σημαντική
οικονομική πρόοδο. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ουγγαρία βρέθηκε στο
πλευρό της Γερμανίας.
Καταλήφθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα το 1945 και, το 1948, στη χώρα εγκαθιδρύθηκε κομμουνιστικό
καθεστώς.
ΤΟ 1958 ο ΝΑΓΚΥ Υπό την πίεση όμως και της κοινής γνώμης
συγκρότησε πολυκομματικό σύστημα κι ανακοίνωσε την αποχώρηση της χώρας του από
το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη χώρα.
Οι συγκρούσεις υπήρξαν αιματηρές με πολλά θύματα από τη μεριά των Ούγγρων, ενώ
ο Νάγκυ συνελήφθη και εκτελέστηκε. Στις 7
Σεπτεμβρίου 1967 η
Σοβιετο-Ουγγρική συμμαχία ανανεώθηκε για 20 χρόνια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου